έλεγαν πως ήταν τρελή
το βλέμμα της έσερνε φύκια
από τα βάθη που την κρατούσαν φυλακισμένη
χειρονομώντας
τραυμάτιζε μαύρα πουλιά
ύστερα τα έκρυβε στο καπέλο της
και προσπαθούσε χαϊδεύοντάς τα
να γιατρευτεί στις φτερούγες τους
που και που χάραζε αλύτρωτους στίχους
σε γερασμένες φλούδες από πορτοκάλι
και τους έκρυβε
στα παπούτσια των περαστικών
να την αθωώσουν ζητούσε
που έμεινε χωρίς βήματα
κι ας μη θέλησε ποτέ
να πορευτεί σ΄ ένα φθινόπωρο
μαζί τους ...
το βλέμμα της έσερνε φύκια
από τα βάθη που την κρατούσαν φυλακισμένη
χειρονομώντας
τραυμάτιζε μαύρα πουλιά
ύστερα τα έκρυβε στο καπέλο της
και προσπαθούσε χαϊδεύοντάς τα
να γιατρευτεί στις φτερούγες τους
που και που χάραζε αλύτρωτους στίχους
σε γερασμένες φλούδες από πορτοκάλι
και τους έκρυβε
στα παπούτσια των περαστικών
να την αθωώσουν ζητούσε
που έμεινε χωρίς βήματα
κι ας μη θέλησε ποτέ
να πορευτεί σ΄ ένα φθινόπωρο
μαζί τους ...
