δεν είχε ψυχή
σώμα μονάχα
που κρεμόταν σε φτερά
με χρώματα γήινα
μ΄αυτά θαρρούσε
πως μπορεί
τα ύψη να εμπαίζει
όταν ξυπνούσε
σε δεκάδες κόκκους ζάχαρης
κλείδωνε τη μέρα
λευκές οι συνομιλίες των ίσκιων
ανώδυνα προφητεύουν συμφορές
κι όταν τελειώναν οι ανάσες
κυκλικά περιστρεφόταν
κι έγδερνε ανέμους
απ΄τα γυάλινα τοιχώματα
ως να χορτάσει η καρδιά
καμμένη σάρκα μύριζε η πολιτεία
κάθε που βράδιαζε
κι αυτή φοβόταν
μήπως σε χέρια αδέξια
εκπέσει η φυλακή της
σώμα μονάχα
που κρεμόταν σε φτερά
με χρώματα γήινα
μ΄αυτά θαρρούσε
πως μπορεί
τα ύψη να εμπαίζει
όταν ξυπνούσε
σε δεκάδες κόκκους ζάχαρης
κλείδωνε τη μέρα
λευκές οι συνομιλίες των ίσκιων
ανώδυνα προφητεύουν συμφορές
κι όταν τελειώναν οι ανάσες
κυκλικά περιστρεφόταν
κι έγδερνε ανέμους
απ΄τα γυάλινα τοιχώματα
ως να χορτάσει η καρδιά
καμμένη σάρκα μύριζε η πολιτεία
κάθε που βράδιαζε
κι αυτή φοβόταν
μήπως σε χέρια αδέξια
εκπέσει η φυλακή της
