Translate

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2021

 

έφυγαν όλοι
αφήνοντας
τις κρεμάστρες στις θέσεις τους
τα χέρια τους σταυρωμένα στο στήθος
έκλεισε ο κύκλος της ντουλάπας
από άλλο δρόμο επιστρέφουμε στο σκοτάδι
κανείς μας δεν άκουσε
κανείς μας δεν ένιωσε
το ρίγος της πόρτας
τις σταγόνες στο μάλλινο γιακά
το φυλαχτό ήταν μαύρο
μικρές χαραμάδες νυχτερίδας
σε ώρες αιχμής
ποιον να προλάβει ένας καθρέφτης
ακόμα μυρίζει η λεβάντα
 

 
 
 
 
 

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2021

 

 Ευχαριστώ την δημοσιογράφο Μαίρη Λαρεντζάκη Γιώνη, για την συνέντευξη στην εφημερίδα "Παλμός"



 

Σε ποιο περιβάλλον μεγαλώσατε;

Η πόλη που με διάλεξε είχε κάστρα και θάλασσα και γκρεμούς με φραγκοσυκιές και σκαλοπάτια που γλιστρούσαν όταν έβρεχε, και σπίτια παλιά, ψηλοτάβανα που τα εγκατέλειψαν οι ζωντανοί, με τα έπιπλα στη θέση τους, μ’ ένα ποτήρι νερό μισογεμάτο στο τραπέζι, με τα παράθυρα κλειστά και τις κουρτίνες ν’ ανεμίζουν.

Εκεί χανόμουν με τις ώρες, βηματίζοντας στα άδεια δωμάτια, σα να νοσταλγούσα κάτι που δε γνώριζα, προσπαθούσα να φανταστώ τις μορφές των ανθρώπων που έζησαν εκεί, έπλαθα τους χαρακτήρες τους, συμμετείχα νοερά στις μικρές τους ιστορίες. Εκεί έγραψα το πρώτο μου ποίημα «η ερημιά των τοίχων», σε ηλικία δώδεκα ετών», γοητευμένη απ’ την απουσία των ανθρώπων.

Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια;

Ένα υπερευαίσθητο παιδί όπως ήμουν εγώ, δεν θα μπορούσε να έχει τα πιο ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Ωστόσο διατηρώ τις όμορφες αναμνήσεις.

Στην γραφή σας αποτυπώνονται εικόνες , σκέψεις, βιώματα από τον τόπο που γεννηθήκατε το υπέροχο Ναύπλιο;

Νιώθω τυχερή που μεγάλωσα σ’ αυτή την μαγική πόλη. Το Ναύπλιο είναι η ιστορία της μνήμης, είναι κάτι πιο βαθύ κι ουσιαστικό από ένα τοπίο που απλά σου προσφέρει την δυνατότητα να ονειρεύεσαι και να θαυμάζεις. Είναι ο δικός μου τρόπος να εμβαθύνω στα πράγματα, ν’ αντιλαμβάνομαι την ζωή και τους ανθρώπους, είναι η αίσθηση πως ο χρόνος είναι ταυτόχρονα και τόπος. Μια αφετηρία που είναι και προορισμός χωρίς καν να παρεμβάλλεται το ταξίδι. Μ’ αυτήν την έννοια, ναι... Το Ναύπλιο υπάρχει παντού στην γραφή μου.

Τι είναι η ποίηση για εσάς;

Θ’ απαντήσω με κάποιους στίχους μου από το ποίημα «μέσα στη νύχτα», από την τελευταία μου ποιητική συλλογή «ΣΤΗΝ ΠΥΡΑ» που αναφέρονται ακριβώς στην ερώτησή σας:

κανένας προσδιορισμός

δεν είναι πιο ασφαλής

από μια νυχτερίδα

ολόλευκη

που έρχεται απ’ το ποτήρι σου

μέσα στη νύχτα.

Ποιες οι πηγές έμπνευσή σας;

Κυρίως τα προσωπικά μου βιώματα, κάποιες αρχαίες και ταυτόχρονα σύγχρονες «οφειλές» που επιζητούν μια πιο διαλλακτική διαπραγμάτευση με τον εαυτό μου.

Ποια η ανταπόκριση των ποιητικών σας συλλογών από το αναγνωστικό κοινό,είστε ικανοποιημένη; μιλήστε μας γι αυτές;

Από την ποίηση δεν γίνεται κανείς πλούσιος όπως γνωρίζετε, ωστόσο η αλληλεπίδραση με το αναγνωστικό κοινό είναι εκείνη που σε γεμίζει με τα πιο υπέροχα συναισθήματα. Η μαγική αίσθηση πως μπορείς να κάνεις λίγο μεγαλύτερο τον κόσμο χωρίς να χρειαστεί να τον ερμηνεύσεις. Η ιερότητα της συγκίνησης που απορρέει από έναν μόνο στίχο. Η χαρά του μοιράσματος.

Νιώθω ικανοποιημένη και τυχερή γιατί την έχω νιώσει.

Περνάτε την ποίηση στο παιδικό θέατρο είναι το όραμά σας αυτό, τι άλλο;

Παλαιότερα ασχολήθηκα με το παιδικό θέατρο. Θεωρώ πως ήταν μια πολύ χρήσιμη εμπειρία για μένα. Το όραμα για μια δίκαιη κοινωνία όπου στο τέλος επικρατεί το καλό εξακολουθεί να φαντάζει η πιο ποιητική προσέγγιση στον άδολο κόσμο των παιδιών αλλά και των ενηλίκων που αρνούνται ν’ αποδεχτούν πως το παιχνίδι της αθωότητας έχει για πάντα χαθεί. Στα παραμύθια, οι ήρωες χρειάζεται ,ν’ αναμετρηθούν με τον εαυτό τους και στο τέλος να κάνουν την υπέρβαση που θα λυτρώσει τους ίδιους αλλά κι αυτούς που πάσχουν γύρω τους. Τίποτα πιο ποιητικό…

Η μετάφραση συλλογής σας στα Ιταλικά από τον Crecsentzo Sangiglio τι σημαδοτεί στην πορεία σας;

O Crecsentzo Sangiglio είναι ιταλός ελληνιστής, μια σπουδαία προσωπικότητα στο χώρο των γραμμάτων. Μου έδωσε μεγάλη χαρά το γεγονός πως επέλεξε κάποια ποιήματά μου για να τα μεταφράσει στα ιταλικά.

«Μην ερθεις απόψε» τίτλος του μονολόγου σας που ανέβηκε στο θέατρο τι πραγματεύετε; περιγράψτε μας τα συναισθήματά σας. 

Ένας θεατρικός μονόλογος που είχε πολύ καλές κριτικές κι αγαπήθηκε από πολύ κόσμο, κυρίως από γυναίκες. Η Ζανέτ, η ηρωϊδα μου, ένα πλάσμα μοναχικό με διπολική συμπεριφορά ζει σε κάποια σοφίτα της Μονμάρτης και μέσα σε ένα αυτογνωσιακό παραλήρημα εξομολογείται τη ζωή της. Η γυναικεία ευαισθησία, η ματαίωση, η προδοσία, η εγκατάλειψη, η θλίψη, ο εγκλεισμός, η συναισθηματική κακοποίηση, στοιχεία που σε κάποιες δυνατές στιγμές της παράστασης κορυφώνονταν έκαναν τους θεατές να συμπάσχουν με την ηρωϊδα μου, αναζητώντας έντονα την κάθαρση. Τα ίδια συναισθήματα βίωσα κι εγώ από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησα να γράφω το έργο ως την τελευταία παράσταση. Νομίζω πως για λίγο έγινα εκείνη η γυναίκα που πενθούσε για όσα άφησε πίσω της. Την κατανόησα βαθιά και την αγάπησα. Η ηθοποιός Κατερίνα Γκατζόγια ενσάρκωσε τη Ζανέτ μου μοναδικά και γι αυτό την ευχαριστώ.

Ως ραδιοφωνική παραγωγός στο Σίδνει της Αυστραλίας αλλά και σε όλον τον κόσμο ειναι το μέλημά σας η προβολή του Ελληνικού Πολιτισμού; 

Πράγματι, μαζί με τον συγγραφέα Δημήτρη Βαρβαρήγο, είμαστε οι οικοδεσπότες της εκπομπής «Μέσα από σένα» που εκπέμπει στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας και μέσω Web σε όλον τον κόσμο. Πολλοί σημαντικοί εκπρόσωποι της Τέχνης και του Πολιτισμού έχουν κάνει γνωστό το έργο τους στους έλληνες που ζουν μακριά απ’ την πατρίδα. Είμαστε τυχεροί που υπάρχουν σταθμοί όπως το Symban World Radio στην μακρινή ήπειρο που επιδιώκουν να προβάλουν τον Ελληνικό Πολιτισμό σε μια εποχή κοινωνικής και πολιτιστικής παρακμής, σε μια εποχή που η γνώση μοιάζει ν’ αντιστέκεται στην ίδια της την δύναμη.

Πιστεύω πως η ίδια η Ελλάδα είναι παράδοση κι αξία που πρέπει να διασωθεί. Και γι αυτό οφείλει ο καθένας από μας να προσπαθήσει, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. 

Οι ποιητικές σας συλλογές έχουν αρκετή χρονική απόσταση για ποιο λόγο; 

Οι ποιητικές μου συλλογές δεν έχουν αρκετή χρονική απόσταση μεταξύ τους κι αυτό γιατί κάποιες πολύ επώδυνα καταλυτικές αλλαγές στη ζωή μου μ’ έκαναν να στραφώ μόνο καταφύγιο που ήξερα και «φθονούσα». 

Τι γλώσσα είναι η ποίηση;

Ποίηση είναι η γλώσσα των ανθρώπων…

Στις άνυδρες ημέρες που βιώνουμε τι θεωρείτε προσφέρει η ποίηση; 

Ένα ρυάκι που κυλάει κάπου μακριά… ο ήχος της στέρησης, η διαφάνεια του νερού, ένα νούφαρο πάνω στο πράσινο. Η αίσθηση πως όλο αυτό δεν είναι ψευδαίσθηση.

«Ακατόρθωτοι άνθρωποι αμίλητοι πεθαίνετε κλείνοντας μόνοι σας τα μάτια /αργότερα θα θυμηθείτε απ’ τη μνήμη το λιβάδι που γλιστρούσε στον άνεμο τις παπαρούνες που έτριζαν απροστάτευτες» *δικοί σας στίχοι πληρώνουμε τα λάθη μας μην αλλάζοντας τον τρόπο που ζούμε;

Πώς ν’ αλλάξουμε τον τρόπο που ζούμε αν πρώτα δεν αλλάξουμε τον εαυτό μας.

«Ένα καινούριο βήμα, μια καινούρια λέξη είναι ό,τι οι άνθρωποι φοβούνται», έχει γράψει ο Ντοστογιέφσκι. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που μπορούν ν’ αντέξουν τις αλήθειες τους και να πορευτούν με αυτές. Ο τρόπος που μας έχουν επιβάλλει να ζούμε συνηγορεί στην κάλυψη των πραγματικών αναγκών. Για εκείνους που μεθοδεύουν τα πράγματα είναι σημαντικό να πιστεύουμε πως δεν έχουμε χάσει τον έλεγχο της ζωής μας. Τους επιτρέπει να κοιμούνται ήσυχοι.

Πως μεταχειρίζεστε τις λέξεις;

Με ευγνωμοσύνη και σεβασμό…

 Είναι ελεύθερος στον λόγο ο έρωτας στην ποίηση;

Ο έρωτας που στέκει απέναντι απ’ το θάνατο μόνο μεταμορφωτικά θα μπορούσε να λειτουργήσει για την ανθρώπινη φύση. Οι λέξεις με σοκάρουν μόνο όταν λένε ψέματα.

Αν ο ποιητής φοβάται τις λέξεις ή την κριτική που θα του ασκηθεί λέγοντας κάτι με τ’ όνομά του θα πρέπει να ξανασκεφτεί για ποιο λόγο γράφει. Ας μην παραβλέψουμε όμως και το προσωπικό ύφος που συνάδει με την προσωπικότητα του γράφοντος και τον καθιστά συνεπή τόσο με τον εαυτό του όσο και με την στάση ζωής που ο ίδιος έχει επιλέξει.

Η πανδημία μαστίζει την ανθρωπότητα και την σοκάρει με απίστευτο αριθμό θανάτων, ο ποιητής πως το διαχειρίζεται αυτό το κομμάτι στην ζωή;

Σ’ αυτή τη δύσκολη συγκυρία, ο ποιητής συναντά τον εαυτό του μέσα σε όλους τους ανθρώπους που αγωνιούν, αντιμετωπίζοντας κάτι πρωτοφανές για την ανθρωπότητα.

Η πανδημία με τρόπο ανελέητα βίαιο, μας έφερε αντιμέτωπους με το φόβο του θανάτου. Ο ποιητής συνειδητοποιώντας το μέγεθος της συμφοράς, νιώθοντας την συντριβή στην ανάσα του διπλανού του, προκαλεί τον εαυτό του να βιώσει με όλη την ένταση το κοινό συναίσθημα αυτούσιο κι οδυνηρό επικαλούμενος την μόνη δύναμη, που μπορεί ν’ αποβεί σωτήρια για την ανθρωπότητα. Ο ποιητής σώζει τον εαυτό του και τον κόσμο, Αγαπώντας.

Η ποίηση στο διαδίκτυο βοηθά;

Στο διαδίκτυο «βλέπουν» τα ποιήματα κάποιοι άνθρωποι. Δεν είναι καθόλου σίγουρο όμως ότι τα διαβάζουν. Δεν είμαι κατά της ποίησης στο διαδίκτυο. Πιστεύω πως ένα καλό ποίημα δεν υποβαθμίζεται όταν αναρτηθεί από κάποιο προφίλ. Εκείνο που θεωρώ σημαντικό είναι οι αναγνώστες μέσα σ’ αυτή την ποιητική υπερπαραγωγή, να καλλιεργούν το ένστικτο και το κριτήριο να ξεχωρίζουν την καλή ποίηση.

Τι διαβάζετε;

Διαβάζω ό,τι χρειάζεται η ψυχή μου κάθε φορά.

Τι ετοιμάζετε;

Πρόσφατα κυκλοφόρησε η νέα που ποιητική συλλογή «ΣΤΗΝ ΠΥΡΑ», από τις εκδόσεις Μανδραγόρας και συνεχίζω να γράφω…

 

 

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2021

 

Η πραγματικότητα είναι πάντα η ίδια. Η ερμηνεία αλλάζει όπως μας συμφέρει…

 Του Χόρχε Μπουκάι

 

”Εμένα μου φαίνεται πως οι γονείς μου γέρασαν και το χουν χάσει”.
”Και μένα μου φαίνεται πως εσύ τους κοιτάς με διαφορετικά μάτια”.
”Μα τι σημασία έχει αυτό; Αυτό που είναι, είναι όπως λες κι εσύ”.
”Άκουσε μια ιστορία”.

Ο βασιλιάς ήταν ερωτευμένος με τη Σαμπρίνα, μια γυναίκα ταπεινής καταγωγής που την έκανε τελευταία του γυναίκα. Ένα απόγευμα κι ενώ ο βασιλιάς έλειπε στο κυνήγι ήρθε ένας αγγελιοφόρος να ειδοποιήσει ότι η μητέρα της Σαμπρίνας ήταν άρρωστη.

Ο βασιλιάς της είχε απαγορεύσει να χρησιμοποιεί την προσωπική του άμαξα, κι αν παραβίαζε την εντολή του θα το πλήρωνε με το κεφάλι της. Όταν γύρισε ο βασιλιάς έμαθε τα καθέκαστα.

”Μα δεν είναι θαυμάσιο” είπε ” αυτό είναι αληθινή αγάπη κόρης προς τη μητέρα. Δεν την ένοιαζε να διακινδυνεύσει το κεφάλι της για να φροντίσει τη μητέρα της. Είναι υπέροχη.”

Την επόμενη μέρα κι ενώ η Σαμπρίνα καθόταν στο κήπο του παλατιού κι έτρωγε φρούτα, ήρθε ο βασιλιάς. Τον χαιρέτισε και μετά δάγκωσε το τελευταίο ροδάκινο που είχε στο καλάθι της.

”Φαίνονται γλυκά” είπε ο βασιλιάς.

”Πράγματι” αποκρίθηκε η βασίλισσα. Κι απλώνοντας το χέρι της έδωσε το τελευταίο της ροδάκινο στον αγαπημένο της.

”Πόσο με αγαπάει” σχολίασε μετά ο βασιλιάς ”στερήθηκε την απόλαυση της για να μου δώσει εμένα το τελευταίο ροδάκινο του καλαθιού. Δεν είναι εκπληκτική;”

Πέρασαν ορισμένα χρόνια-και ποιος ξέρει- το πάθος και ο έρωτας του βασιλιά έσβησαν απ τη καρδιά του. Καθόταν μαζί μ ένα στενό του φίλο κι έλεγε:

”Ποτέ δε φέρθηκε σαν βασίλισσα, μια φορά μάλιστα με παράκουσε και χρησιμοποίησε τη προσωπική μου άμαξα. Θυμάμαι και μια μέρα που μου έδωσε να φάω ένα δαγκωμένο φρούτο.”

”Η πραγματικότητα είναι πάντα η ίδια. Κι είναι όντως αυτό που είναι. Ωστόσο ο άνθρωπος μπορεί να ερμηνεύσει μια κατάσταση με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, τον ακριβώς αντίθετο.”, είπε.

”Πρόσεχε τι αντιλαμβάνεσαι” έλεγε ο Μπάντουιν ο σοφός. Αν ότι βλέπεις ταιριάζει ”γάντι” με τη πραγματικότητα που περισσότερο σε βολεύει … τότε

ΜΗΝ ΕΜΠΙΣΤΕΥΕΣΑΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ!!!



Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2021

 
 ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
 
Νιόβη Ιωάννου
 
"Στην πυρά"
Φωτο εξωφύλλου, Βασίλης Πρωτοπαπάς.
Σύγχρονη Ελληνική Ποίηση,
Εκδ. Μανδραγόρας, Αθήνα, Ιανουάριος 2021
16Χ24, αριθμ. έκδοσης: 334, ISBN 978-960-592-115-6,
σελ. 64, τιμή 10,60 ευρώ
 
 
Κάτω απ’ τη ρίζα του Ντύλαν Τόμας το κερί να λιώνει
 
ΤΩΡΑ ΘΑ ΠΑΙΞΟΥΜΕ
Η μάνα μου με ζύμωνε με λάδι και νερό. Μετά άναβε ένα αγκάθι και προσευχόταν. Θα ήταν μια καλή, συνετή γυναίκα αν δεν την ακολουθούσε εκείνη η άσπρη γραμμή από γάλα στα χείλη της. Ίσως και να την πίστευα ακόμα κι όταν μου έλεγε πόσο πολύ μ’ αγαπάει. Η μάνα μου με βρήκε στις όχθες μιας ήσυχης λίμνης. Το πρόσωπό μου είχε το χρώμα της σκουριάς. «Τώρα θα παίξουμε», είπε και άρχισε να με φυσάει στο στόμα. Όταν έκλαψα αυτή γέλασε υστερικά. Με έκρυψε στο ταγάρι της –μια μπουκιά ψυχή– και μ’ έφερε στο σπίτι. Μ’ ακούμπησε απαλά πάνω στο ξύλινο τραπέζι. Ύστερα φόρεσε τη μαύρη της ρόμπα, πήρε το ψαλίδι κι έκοψε τρία κουμπιά ελευθερώνοντας το στήθος της. Έκλεισε τα παράθυρα και τράβηξε τις κουρτίνες. Τώρα θα ορφανέψουμε μαζί αγαπημένο μου παιδί, είπε και με πήρε στην αγκαλιά της.
Με την έκτη της ποιητική συλλογή η Νιόβη Ιωάννου σκιαγραφεί ποιητικά την πορεία της στον χώρο της ποίησης και της ζωής, μέσα από μια μεστή δωρική ακρίβεια, με τις λέξεις της να συνθέτουν σπιθαμή προς σπιθαμή τον καμβά της γραφής της. Όλα έχουν τη θέση τους, την ανάσα, τον διασκελισμό, το μέτρο και την αρμονία τους. Τίποτε δεν κατατίθεται τυχαία, τίποτε δεν αφήνεται να υπάρξει άνευ λόγου: ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ μάρτυρες/ όταν πεθαίνει ένα φόρεμα λευκό/ εσωτερικά σαπίζουν τα ράμματα/ μην τους αφήνεις / να σου βρέχουν τα χείλη/ γνωρίζει η σάρκα / ν’ ακολουθεί πιστά τις γραφές/ πιστή ολομόναχα θλιμμένη/ πόσες και πόσες πρόβες χαμένες... Αυστηρώς επιλεγμένα άτιτλα ποιήματα τοποθετούνται μεταξύ των λοιπών ποιημάτων, ένα είδος εσωτερικού μονολόγου, εξομολόγησης, μαρτυρίας, ενδόμυχης σκέψης που έρχονται ως συνέχεια, συμπλήρωμα [παρότι διατηρούν την καλλιτεχνική τους αυτοτέλεια] να διαλεχθούν με τα υπόλοιπα ποιήματα. Δεν απομυθοποιεί τη ζωή απλά αναλογίζεται μέσω των στίχων: ο χρόνος είναι το μεγαλύτερο ψέμα/ όταν βραδιάσει θα γίνεις πάλι ένα μωρό που σπαράζει/ τι να το κάνω αυτό το φεγγάρι/ στη χούφτα σου («Στον Αλέξανδρο ΙΙ»).
Ποίηση εσωτερικού χώρου, προσεκτικής εικονοπλασίας αλλά κυρίως ποιήματα ενδοσκόπησης που αγγίζουν τις έσχατες αντοχές του ανθρώπου: με τα χρόνια/ η ράχη της καρέκλας θα κυρτώνει/ κι όλο/ θα σκύβουν / θα σκύβουν/ στο βουβό τους το πιάτο μπροστά («Μόνοι»). Κατεξοχήν ανθρωποκεντρική η τέχνη είτε ως παρουσία είτε ως απουσία/απώλεια/μνήμη. Άποψη που η Νιόβη Ιωάννου έρχεται με τον πιο ευρηματικό και επιτυχημένο τρόπο να επιβεβαιώσει με την ποίησή της: Κανένα / σε λένε/ όσο αντέχει το κακό/ πρέπει να έχει έναν σκύλο/ με αλυσίδα/ η ιστορία σου/ κι ένα κοπάδι/ ολοκόκκινο/ να στροβιλίζεται/ στο μάτι του κυκλώνα/ η οχλαγωγία σαν επίλογος/ συνηθίζεται/ για κάθε χειροκρότημα/ ένας ίσκιος πεθαίνει/ πώς μείναμε όλοι γυμνοί... («Όλοι γυμνοί»). Και στο ποίημα «Ο ίδιος άνθρωπος»: εκείνο το βράδυ/ με μια υποδόρια ύπουλη κίνηση/ τα ποντίκια έγδαραν/ αργά και σταθερά/ τη σάρκα της πόλης/ εμείς γελούσαμε στον ύπνο μας/ ευτυχισμένοι/ –ακόμα μπορούσαμε να επινοούμε τα όνειρα/ που μας έκαναν να γελάμε–/ μπερδεμένοι ωστόσο/ από την γλυκιά αίσθηση του πόνου/ και τις απρόσμενες ελλείψεις/ που άφηναν την ελπίδα μέσα μας να πεθαίνει τελευταία.
 
 

 

 

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2021





Σπιθαμή από υπόσχεση
Η ανάσα του άλλου
Όπως ζωή
Ολοστρόγγυλη
Υποκείμενο ρήμα αντικείμενο
Μια στιγμή καλοσύνης
Στη φλούδα
Ελλοχεύω
Συμπέρασμα κόκκινο
Ασφαλές
Φωτισμός σε παραγράφους
Διαπραγμάτευση
Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι;
Η ένταση ψύχραιμη, βαθιά ελλιπής
Υποκλίνομαι
Πόσο;




Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020


 

Από την χρονιά που φεύγει ας κρατήσουμε όσα πολύτιμα μας αποκάλυψε, με πιο σημαντικά την βαθύτερη γνώση εαυτού και την πίστη στον πιο δίκαιο κι αθόρυβο Θεό.
Τον Θεό των μικρών,καθημερινών πραγμάτων.
Ας είναι ευτυχισμένο το 2021. Καλή Χρονιά σε όλους μας!!!
 
 
 
 
 

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2020


σε λάθος στόματα έσπασε το ψωμί
τώρα είναι αργά
να κάνεις εκτροπή στις κηδείες
δεν έχασες και τίποτα σπουδαίο
ένα αδέσποτο τσούρμο ήταν
όλοι κι όλοι μια μαύρη ομπρέλα
ήπιαν κονιάκ και διαλύθηκαν ησύχως
δηλώνοντας ευχαριστημένοι απ' το θάνατο
άφησαν πίσω τους μια μαύρη ομπρέλα
ανοιχτή
να στραγγίζει στο πάτωμα




Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2020



Ευχαριστώ την Αγγελική Καραπάνου και το "ENNEPE-MOUSSA GR." για την φιλοξενία και την εξαιρετική παρουσίαση.
"Η ποιήτρια που έχω προσκαλέσει στη στήλη μου "Στα βαθιά", είναι η Νιόβη Ιωάννου. Η καλεσμένη μου έχει ασχοληθεί με τη διδασκαλία γαλλικών και με το παιδικό θέατρο. Είναι ακόμη ραδιοφωνική παραγωγός σε σταθμό της ομογένειας. Έργα της έχουν δημοσιευθεί στον έντυπο κι ηλεκτρονικό τύπο. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα ιταλικά. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές, ενώ είναι υπό έκδοση το καινούργιο της βιβλίο. Η ποίησή της ακολουθεί τα μονοπάτια του υπερρεαλισμού, είναι κατά βάση εικονοπλαστική,συνειρμική. Σπάζοντας το φράγμα της λογικής, δημιουργεί πρωτότυπα και τολμηρά σχήματα λόγου, κινητοποιείται από έναν καταιγισμό εικόνων και συμβόλων για να εκφράσει τον βιωματικό της μικρόκοσμο. Τα ποιήματά της δεν είναι ούτε αμιγώς σκοτεινά, ούτε αμιγώς φωτεινά. Το υποκείμενο προσπαθεί να ξεφύγει από το σκοτάδι για να λουστεί το φως. Ο αναγνώστης συγκινείται απ' αυτή την εσωτερική πάλη, συμπάσχει και λυτρώνεται.Έτσι η ιδιαίτερη αυτή γραφή ,δεν καταλήγει ατομοκεντρική,ξεπερνά τα στενά όρια του εγώ. Θα γνωρίσουμε τη λογοτέχνιδά μας μέσα από δέκα διαλεχτά της ποιήματα!"
 

Δέκα ποιήματα της Νιόβης Ιωάννου

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020




με τρομάζει η λέξη ψυχή
η ευκολία της
να ισορροπεί επικίνδυνα
στις γραμμές των επίγειων κλασμάτων
ισοδύναμη
μέχρι το τρέμουλο του πιο μακρινού μου χεριού
εκεί που ο ένας σταυρός
στέκει με σιγουριά απέναντι απ’ τον άλλον
χωρίς ονόματα
χωρίς καμιά αυταπάτη
μια μολυβιά κυπαρίσσι στα στήθη όλων των απόντων
κι ίσως ακόμα μπορείς
να διαχωρίσεις
τον θύτη απ’ το λάθος αποτέλεσμα
είναι κι αυτό μια παρηγοριά
έστω μια ξεχασμένη μορφή οικειοποίησης της ζωής σου





Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020

 

ποτέ δεν σε άκουσα, μητέρα
πάντα μιλούσα σε αγνώστους
όταν στεκόμουν
μπροστά στον καθρέφτη
το ξημέρωμα
τους άφηνα
να εισχωρούν στο δωμάτιο
πατώντας
στις μύτες των ποδιών μου
εσύ στεκόσουν
βραχνή κι απροσπέλαστη
να ραπίζεις μία-μία τις λέξεις
κάτω απ’ τα λουλούδια του προσώπου
ίσια η πλάτη, μητέρα
η φρίκη συσσωρεύεται στα δάχτυλα
η χρόνια θλίψη στους αγκώνες
κάθονταν κι αυτοί στο τραπέζι μας
ανασηκώνοντας ελαφρά
τους κύκλους των ματιών σου
άγνωστοι μεταξύ αγνώστων
τα σερβίτσια τους
έβλεπαν απευθείας στο μουχλιασμένο σοκάκι
δεν διψούσαν
όμως μιλούσαν στον ύπνο τους
διακόπτοντας πού και πού
ο καθένας τον εαυτό του
χαμπάρι δεν έπαιρνες, μητέρα...
 
 

 
 
χαμπάρι δεν έπαιρνες, μητέρα

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2020


 
η κατάλληλη στιγμή
έχει τη γεύση του καθρέφτη
ο χρόνος
παραμένει
ζάχαρη μαύρη στην κλεψύδρα
ίσως χρειάζεται
ένα απλό συμβάν λεμονιού
ένα φλιτζάνι made in
κάτι
η προέλευση σπανίως ενδιαφέρει
όσο εκείνο το κρακ
δίχως κόπο
μετά
οι μορφές
θρυμματίζονται
εισχωρώντας η μία στην άλλη
εσύ εγώ ο κανένας
τελικά αυτό που εκλείπει
είναι ένα βαθύ κομμάτι γόνδολας
ακριβώς επάνω στη ρωγμή
κάτι σαν το ταξίδι που λέγαμε
φταίει η απότομη αλλαγή θερμοκρασίας
θα πουν κάποιοι
ποιος τους πιστεύει
 
 

 

Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2020

 οι σκιές
είναι ο λόγος που αγάπησα τα δέντρα
-ίσως έχει ξαναειπωθεί-
μάλλον καθόλου δεν μ' επηρέασε
η ηλικία της μάνας μου
που όλο ερχόταν
απ' το ρούχο της γης
να μου πει ποιος δρόμος ήταν ο άλλος
ξεφυλλίζοντας
ως τα επτά της μέτωπα
μέχρι να φτάσει επίσημα κάποια Δευτέρα 

 


 

 

 

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2020

 όταν το σκοτάδι αλλάζει θέσεις
φυτρώνουν γύρω σου μαύρα παιδιά
ασυνόδευτα
δειλά αναζητάνε την παλάμη σου
κι εσύ γονατίζεις
στα πεθαμένα τους ρούχα
ψάχνοντας κάτι αληθινό για να πεις
κάτι από δίχτυ
κάτι από μαύρο πυρετό
ίσως τους πεις για τους πάγους που λιώνουν
άλλωστε οι σκηνές είναι κατοικίες προσωρινές
ούτε ριζώνουν
ούτε πεθαίνουν
τριγύρω το νερό
ο ρόγχος
το άδειασμα
η οσμή της κραυγής στους κροτάφους
μαύρα παιδιά ασυνόδευτα
πού τα πηγαίνουν

 

 

Τρίτη 14 Ιουλίου 2020

η μητέρα μου ήταν ένα τρένο που σφύριζε
αναζητώντας κάποιον να την προλάβει
κάποιον χωρίς εισιτήριο
χωρίς αποσκευές
αρκεί να είχε γαλανά μάτια και να τον έλεγαν σαν τον πατέρα μου
με τα χρόνια απέκτησε χέρια και πόδια
μάλλον
έγινε κανονική γυναίκα με σύζυγο σπίτι και τρία παιδιά
σ’ όλους μας έλεγε πως θα έρθουν καλύτερες μέρες
μερικές φορές το πίστευε κιόλας
τότε το πίστευα κι εγώ
κατεβαίναμε στον κήπο
γελώντας
μπήγαμε βαθιά καλάμια στο χώμα να στηρίξουμε τις ντοματιές
ρίχναμε μπόλικο θειάφι στα φύλλα
για παν ενδεχόμενο, μονολογούσε
για παν ενδεχόμενο
μονολογούσα κι εγώ ισιώνοντας το γέλιο του σκιάχτρου
παράλληλες είναι δυο ευθείες όταν δεν συναντιούνται πουθενά
πουθενά… ακούς πουθενά… όπως οι ράγες των τρένων…
μια μέλισσα περπατούσε στα χείλη της
χανόταν μες στον καπνό του τσιγάρου
μια μέλισσα
μαύρη και κίτρινη όπως όλες οι μέλισσες
 
 
 

Τρίτη 7 Ιουλίου 2020



Επετειακές “γραφές” στον Ελπ. Ιντζέμπελη

ΝΙΟΒΗ ΙΩΑΝΝΟΥ.

ΠΟΣΟ ΣΟΥ ΠΑΕΙ ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ, ΠΑΤΕΡΑ

Η Σοφία άκουσε το τρίξιμο της ξύλινης πόρτας που έκλεινε μαλακά κι άνοιξε τα μάτια της. Ήταν Παρασκευή 16 Φλεβάρη του 1850, γύρω στις οκτώ το πρωί. Ένας μανιασμένος βοριάς χτυπούσε τα παραθυρόφυλλα, το κρύο ήταν αφόρητο μέσα στο μικρό καμαράκι. Η αδελφή της ακόμα κοιμόταν κουκουλωμένη με τη βαριά φλοκάτη. Πρόλαβε να δει την άκρη από το μαύρο πανωφόρι. Ναι, ήταν Παρασκευή σήμερα. Ο πατέρας της θα πήγαινε να ζητιανέψει.
Προσπάθησε να κρατήσει τα μάτια της ανοιχτά. Το σκοτάδι έφερνε μπροστά της εικόνες που την τρόμαζαν. Αλλά μήπως κι όταν ήταν ξύπνια ήταν καλύτερα; Τελευταία όλο και περισσότερο πύκνωναν οι φωνές στο κεφάλι της. Της ζητούσαν εξηγήσεις, της ζητούσαν ν’ απολογηθεί για κάποιο έγκλημα που εκείνη αρνιόταν πως είχε διαπράξει. Σιγά-σιγά η αναπνοή της γινόταν γρήγορη, ένιωθε να μην μπορεί να καταπιεί, σάλια κυλούσαν απ’ τις άκρες των χειλιών της, οι ήχοι γίνονταν σάρκινοι, άσχημοι άνθρωποι που γελούσαν, γελούσαν περιπαιχτικά, την πλησίαζαν.
Τότε ερχόταν ο πατέρας της, γελαστός μέσα στο κόκκινο αίμα του, ολόκληρος μια πληγή που υπέμενε για χάρη της τον πόνο. Σήκωνε το σπαθί του κι έκοβε με μιας τα κεφάλια κι αυτά σέρνονταν στο χώμα, κυλούσαν μπροστά στα πόδια της συνεχίζοντας να γελάνε, όμως εκείνη δε φοβόταν πια γιατί κοντά της ήταν ο πατέρας της, ο Νικηταράς, ο γενναίος αγωνιστής που απελευθέρωσε την Ελλάδα.
Όταν όλα ηρεμούσαν, τον έπαιρνε απαλά απ’ το χέρι, κάθονταν στο ντιβάνι κι έγερνε πάνω στον ώμο του.
«Πόσο σου πάει το κόκκινο χρώμα», του έλεγε. Κι αυτός γελούσε και χάιδευε τ’ ανακατεμένα της μαλλιά που τώρα πια είχαν ασπρίσει.
Τουρκοφάγο τον φώναζαν τον πατέρα της. Στη μάχη των Δερβενακίων τρία σπαθιά είχαν σπάσει στα χέρια του ενώ το τέταρτο κόλλησε στη χούφτα του και χρειάστηκε γιατρός για να το βγάλει. Ώρες πολεμούσαν μαζί με τον Κολοκοτρώνη, αποδεκατίζοντας το στρατό του Δράμαλη. Σαν ζώο σαρκοφάγο ορμούσε στον εχθρό επιζητώντας την πολυπόθητη νίκη. Κι όταν αργότερα οι συμπολεμιστές του τον ρώτησαν τι θέλει από τα λάφυρα εκείνος είπε: «Θέλω ελεύθερη την πατρίδα μου».
Αυτός ήταν ο πατέρας της κι ήταν περήφανη γι’ αυτόν.
Το σπαθί με τα πολύτιμα πετράδια που του προσέφεραν τα παλικάρια του ως ένδειξη ευγνωμοσύνης όταν τελείωσε η μάχη, ο ίδιος έκρινε ότι το χρειαζόταν η πατρίδα, έτσι το χάρισε στη διοίκηση της Ύδρας για να χρησιμεύσει στο αρμάτωμα του στόλου.
Την ξύλινη ταμπακέρα την έστειλε στη γυναίκα του, την Αγγελίνα, μαζί μ’ ένα σημείωμα που της έλεγε πως είναι το πιο αγαπημένο πρόσωπο που έχει σε τούτη τη ζωή μετά την Ελλάδα.
Έκλεισε με τα δυο χέρια τ’ αυτιά της. Βρέθηκε στο καταπράσινο Κεφαλάρι, μια πανέμορφη τοποθεσία λίγο πιο έξω απ’ τ’ Άργος. Ο ήχος του νερού της προκαλούσε πανικό. Νόμιζε πως πνιγόταν μέσα στο ίδιο της το σώμα. «Μάνα», φώναξε μέσα από τα σπλάχνα της. «Στάσου, έρχομαι να σε βοηθήσω». Η μάνα της σκυμμένη έπλενε τα κιλίμια και τις πολύχρωμες φλοκάτες τους. Τα τράβηξαν μαζί απ’ το ποτάμι και τ’ άφησαν πάνω στις ολοστρόγγυλες πέτρες να στεγνώνουν.
In Article Ad
Αρκετά πιο ψηλά, στο τέλος του ανηφορικού δρόμου, είδε μακρινή τη φιγούρα του πατέρα της να συνομιλεί μα τον Αρχιμανδρίτη Πύρρο. Κούνησε το χέρι της τρέχοντας προς το μέρος τους αλλά κανείς απ’ τους δυο δεν της έδωσε σημασία. Οι όψεις τους έδειχναν σοβαρές και χειρονομούσαν έντονα. Ο αέρας άφηνε να φτάνουν στ’ αυτιά της κάποιες λέξεις που δεν της επέτρεπαν όμως να βγάλει νόημα. Οι δυο τους είχαν ιδρύσει εκεί το χαρτοποιείο, βάζοντας από τρεις χιλιάδες γρόσια ο καθένας. Προχώρησε αρκετά πλησιάζοντάς τους κι όταν βεβαιώθηκε πως κανένας απ’ τους δυο δεν την είχε πάρει είδηση, κρύφτηκε πίσω από έναν πλάτανο και παρακολούθησε τη συζήτηση.
«Χίλια φύλλα χαρτί, απούλητο στις αποθήκες, ποιος το περίμενε… μεγάλη καταστροφή», έλεγε ο πατέρας της.
«Το εγχείρημα αποδείχτηκε λάθος Νικήτα», άκουσε τον ψηλό άνδρα να ψελλίζει μέσα απ’ τα δόντια του».
«Δυστυχώς δεν έχω να διαθέσω άλλα χρήματα. Εκείνο που με στενοχωρεί ιδιαίτερα είναι η απαξίωση του Καποδίστρια. Ούτε καν μου απάντησε στο αίτημά μου για βοήθεια».
«Εσύ που τον πίστευες για φίλο σου και τον υποστήριζες», του απαντούσε ο Αρχιμανδρίτης «Ακολούθησες το ρωσικό κόμμα κι έκανες τόσους εχθρούς. Εγώ ήμουν απ’ την αρχή αντίθετός τους αλλά για να είμαι ειλικρινής μαζί σου, πόνταρα στη φιλία που είχατε».
Ο Νικηταράς χαμήλωσε το κεφάλι του, μετά από κάποιους μήνες μετέφερε τα μηχανήματα στο σπίτι στο Άργος και δεν ξαναμίλησε γι’ αυτό.
Η Σοφία μεγάλωσε ακούγοντας μονάχα λόγια θαυμασμού για τον πρώτο Κυβερνήτη της Ελλάδας, τον Ιωάννη Καποδίστρια. Ο πατέρας της μετά την απελευθέρωση τάχθηκε στο πλευρό του κι έγινε ένας από τους πιο στενούς συνεργάτες του και υπασπιστής του. Δεν έπαυε να εκθειάζει την ανιδιοτελή του δράση στα πολιτικά δρώμενα της Ελλάδας. Τον πίστευε και ποτέ δεν τον άκουσε ν’ αμφισβητεί καμία από τις αποφάσεις που έπαιρνε.
Η κοπέλα ανασηκώθηκε ελαφρά στο κρεβάτι της. Έστρεψε το βλέμμα στην αδερφή της τη Ρεγγίνα που κοιμόταν στο διπλανό κρεβάτι. Δεν θέλησε να σηκωθεί για να μην την ξυπνήσει. Έξω ο αέρας λυσσομανούσε. Ένιωσε ένα ρίγος να διαπερνάει την πλάτη της. Κουκουλώθηκε πάλι με τα σκεπάσματα. Σκέφτηκε τον πατέρα της που ζητιάνευε στα σκαλιά της εκκλησίας. «Φτωχέ μου πατέρα… πώς σε κατάντησαν», ψιθύρισε και δάκρυσε. « Η πατρίδα σου παραχώρησε μια πενιχρή σύνταξη και μια θέση για να επαιτείς… κάθε Παρασκευή η πατρίδα σου παραχωρεί το δικαίωμα να γίνεσαι επαίτης… αυτό μπορεί να κάνει η πατρίδα για σένα… πρέπει να είσαι χαρούμενος γι’ αυτό». Ποτέ δεν θα μπορούσε να μοιραστεί τις σκέψεις της μαζί του. Μια φορά που το προσπάθησε εκείνος θύμωσε πολύ κι έκανε μέρες να της μιλήσει. Όμως εκείνη πονούσε για το άδικο. Κι όταν έμενε μόνη της άφηνε τον εαυτό της να ξεσπάει.
Τώρα έκλαιγε με αναφιλητά, δυνατοί λυγμοί τράνταζαν το οστεωμένο της σώμα.
Θυμήθηκε την ημέρα που πήγε να τον επισκεφτεί στις φυλακές της Αίγινας. Τότε που τρελάθηκε μη μπορώντας να κάνει κάτι για να τον σώσει από το μένος των Βαυαρών που τον χτυπούσαν και τον γελοιοποιούσαν μπροστά στα μάτια δεκάδων συμπατριωτών τους. Άγνωστοι άνθρωποι, γνωρίζοντας με πόση αυταπάρνηση είχε προσφέρει την ψυχή του στον αγώνα, έρχονταν καθημερινά να τον δουν και να συμπαρασταθούν στο μαρτύριό του.
Ολονύχτιες μαστιγώσεις, χτυπήματα με το κοντάκι των όπλων στα πλευρά, χτυπήματα που τον έκαναν να παρακαλάει να έρθει ο θάνατος να τον λυτρώσει. Εκείνη την ημέρα, ο πατέρας της γεμάτος ουλές που ανάβλυζαν αίμα πηχτό, σύρθηκε στα πόδια της και σηκώνοντας το κεφάλι του την κοίταξε θλιμμένα. Κι εκείνη τόσο ανίσχυρη μόνο αυτό μπόρεσε να ψελλίσει: «πόσο σου πάει το κόκκινο πατέρα».
Ήταν το 1839 που συνελήφθη με την άδικη κατηγορία της συνομωσίας σαν μέλος της «Φιλορθόδοξης Εταιρείας» που στρεφόταν εναντίον του Όθωνα. Τον εμφάνισαν μάλιστα σαν στρατιωτικό αρχηγό της οργάνωσης αυτής, που είχε σαν στόχους την απελευθέρωση των υπόδουλων περιοχών και την στήριξη της ορθόδοξης πίστης. Τον φυλάκισαν στο Παλαμήδι, και στη συνέχεια τον δίκασαν, στις 11 Ιουλίου 1840, αλλά λόγω έλλειψης στοιχείων αθωώθηκε.
Η αθωωτική απόφαση, έκανε τον βασιλιά Όθωνα να μανιάσει. Χωρίς ίχνος ντροπή, υπέγραψε να φυλακιστεί ο Νικηταράς στις φυλακές της Αίγινας. Η υγεία του πλέον είχε κλονιστεί σοβαρά. Ο σακχαρώδης διαβήτης δυσκόλευε την επούλωση των πληγών που διέτρεχαν το ταλαιπωρημένο του σώμα, αλλά κι η όρασή του είχε υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη.
Αποφυλακίστηκε σχεδόν τυφλός στις 18 Σεπτεμβρίου του 1841, με την απειλητική επέμβαση του Μακρυγιάννη.
Τον θυμόταν όταν άνοιξε την πόρτα στο σπίτι τους στο Άργος. Ένας ερημωμένος άνθρωπος που με τη βία έσερνε τα πόδια του. Διέθετε όμως, τη στόφα του αγωνιστή, έτσι έκανε υπεράνθρωπες προσπάθειες να κρατήσει την περιουσία του προκειμένου να κατορθώσει να επιβιώσει η οικογένειά του.
Ο Νικηταράς δεν είχε πόρους δικούς του. Για να αποξηράνει, να εμπλουτίσει και να καλλιεργήσει την γη του χρειάστηκε να δανειστεί. Δανείστηκε για να φτιάξει το σπίτι του. Είχε δανειστεί όμως και για συντηρήσει τους στρατιώτες του τον καιρό του αγώνα. Οι τόκοι τον έπνιγαν. Εκλιπαρώντας χωρίς αποτέλεσμα για βοήθεια τους κατέχοντες αξιώματα που εκείνος τους εξασφάλισε, κατέληξε πάμφτωχος στον Πειραιά.
Η τρέλα έσωσε την ψυχή της. Την έκανε να ξεχνάει, μόνο πότε-πότε κάποιες στιγμές όπως αυτή σαν κάποιος ν’ άνοιγε μια κουρτίνα μπροστά της και να την άφηνε να κοιτάζει μικρά, θολά στιγμιότυπα απ’ τη ζωή της. Ήταν επώδυνες αυτές οι στιγμές, τις μισούσε. Κι ας την έκαναν να αισθάνεται πως ακόμα είναι ζωντανή.
Το παραθυρόφυλλο ακόμα μια φορά χτύπησε με δύναμη τις σκέψεις της. Έκλεισε με τα χέρια τ’ αυτιά της. Σηκώθηκε. Πάνω στο τραπέζι υπήρχαν δυο ξεροκόμματα και μια τσίγκινη λεκάνη με χόρτα που είχε μαζέψει την προηγούμενη μέρα απ’ το βουνό. Τα ζούληξε μες στην κατσαρόλα και τα σκέπασε με βρόχινο νερό. Έριξε μερικά ξύλα στη στόφα, τα άναψε και περίμενε. Το λάδι είχε από μέρες τελειώσει. Έφερε λίγες ελιές και μισό λεμόνι που είχε φυλάξει στο φανάρι. «Ρεγγίνα, σήκω… μεσημέριασε… σε λίγο θα έρθει ο πατέρας», είπε και τράβηξε τα σκεπάσματα. Κάθε μέρα η ίδια κίνηση, κάθε μέρα η ίδια απορία.
«Πως γίνεται» σκέφτηκε… «πώς γίνεται πάντα να λείπεις, Ρεγγίνα»…

Matched Content

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2020

μην κοιτάζεις πίσω
οι προηγούμενες ζωές
ενοικιάζονται
μέσα σε άγνωστους φακέλους
κάτω ο ήλιος
πάνω μας τα χορτάρια του στήθους
σημαδεμένα χαρτιά
πισώπλατα
ένα δωμάτιο όλο δικό σου
ξέπλεκο μισοφόρι
μην το ακούσεις
ολόλευκο
κι άλλα χαρτιά
απόψε διέφυγες το άθροισμα
για ένα δωμάτιο στον κρόταφο
για ένα κερί που σιγοστάζει
και τότε
η λίμνη
ο σκίουρος που τρώει απ’ τα κύματα
η ρίζα της πέτρας
δυο τσέπες γοργές από θάνατο
αδειάζουμε
αδειάζουμε
Βιρτζίνια
τα ρούχα μας στεγνώνουν