Επετειακές “γραφές” στον Ελπ. Ιντζέμπελη
ΝΙΟΒΗ ΙΩΑΝΝΟΥ.
ΠΟΣΟ ΣΟΥ ΠΑΕΙ ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ, ΠΑΤΕΡΑ
Η Σοφία άκουσε το τρίξιμο της ξύλινης πόρτας που έκλεινε μαλακά κι άνοιξε τα μάτια της. Ήταν Παρασκευή 16 Φλεβάρη του 1850, γύρω στις οκτώ το πρωί. Ένας μανιασμένος βοριάς χτυπούσε τα παραθυρόφυλλα, το κρύο ήταν αφόρητο μέσα στο μικρό καμαράκι. Η αδελφή της ακόμα κοιμόταν κουκουλωμένη με τη βαριά φλοκάτη. Πρόλαβε να δει την άκρη από το μαύρο πανωφόρι. Ναι, ήταν Παρασκευή σήμερα. Ο πατέρας της θα πήγαινε να ζητιανέψει.Προσπάθησε να κρατήσει τα μάτια της ανοιχτά. Το σκοτάδι έφερνε μπροστά της εικόνες που την τρόμαζαν. Αλλά μήπως κι όταν ήταν ξύπνια ήταν καλύτερα; Τελευταία όλο και περισσότερο πύκνωναν οι φωνές στο κεφάλι της. Της ζητούσαν εξηγήσεις, της ζητούσαν ν’ απολογηθεί για κάποιο έγκλημα που εκείνη αρνιόταν πως είχε διαπράξει. Σιγά-σιγά η αναπνοή της γινόταν γρήγορη, ένιωθε να μην μπορεί να καταπιεί, σάλια κυλούσαν απ’ τις άκρες των χειλιών της, οι ήχοι γίνονταν σάρκινοι, άσχημοι άνθρωποι που γελούσαν, γελούσαν περιπαιχτικά, την πλησίαζαν.
Τότε ερχόταν ο πατέρας της, γελαστός μέσα στο κόκκινο αίμα του, ολόκληρος μια πληγή που υπέμενε για χάρη της τον πόνο. Σήκωνε το σπαθί του κι έκοβε με μιας τα κεφάλια κι αυτά σέρνονταν στο χώμα, κυλούσαν μπροστά στα πόδια της συνεχίζοντας να γελάνε, όμως εκείνη δε φοβόταν πια γιατί κοντά της ήταν ο πατέρας της, ο Νικηταράς, ο γενναίος αγωνιστής που απελευθέρωσε την Ελλάδα.
Όταν όλα ηρεμούσαν, τον έπαιρνε απαλά απ’ το χέρι, κάθονταν στο ντιβάνι κι έγερνε πάνω στον ώμο του.
«Πόσο σου πάει το κόκκινο χρώμα», του έλεγε. Κι αυτός γελούσε και χάιδευε τ’ ανακατεμένα της μαλλιά που τώρα πια είχαν ασπρίσει.
Τουρκοφάγο τον φώναζαν τον πατέρα της. Στη μάχη των Δερβενακίων τρία σπαθιά είχαν σπάσει στα χέρια του ενώ το τέταρτο κόλλησε στη χούφτα του και χρειάστηκε γιατρός για να το βγάλει. Ώρες πολεμούσαν μαζί με τον Κολοκοτρώνη, αποδεκατίζοντας το στρατό του Δράμαλη. Σαν ζώο σαρκοφάγο ορμούσε στον εχθρό επιζητώντας την πολυπόθητη νίκη. Κι όταν αργότερα οι συμπολεμιστές του τον ρώτησαν τι θέλει από τα λάφυρα εκείνος είπε: «Θέλω ελεύθερη την πατρίδα μου».
Αυτός ήταν ο πατέρας της κι ήταν περήφανη γι’ αυτόν.
Το σπαθί με τα πολύτιμα πετράδια που του προσέφεραν τα παλικάρια του ως ένδειξη ευγνωμοσύνης όταν τελείωσε η μάχη, ο ίδιος έκρινε ότι το χρειαζόταν η πατρίδα, έτσι το χάρισε στη διοίκηση της Ύδρας για να χρησιμεύσει στο αρμάτωμα του στόλου.
Την ξύλινη ταμπακέρα την έστειλε στη γυναίκα του, την Αγγελίνα, μαζί μ’ ένα σημείωμα που της έλεγε πως είναι το πιο αγαπημένο πρόσωπο που έχει σε τούτη τη ζωή μετά την Ελλάδα.
Έκλεισε με τα δυο χέρια τ’ αυτιά της. Βρέθηκε στο καταπράσινο Κεφαλάρι, μια πανέμορφη τοποθεσία λίγο πιο έξω απ’ τ’ Άργος. Ο ήχος του νερού της προκαλούσε πανικό. Νόμιζε πως πνιγόταν μέσα στο ίδιο της το σώμα. «Μάνα», φώναξε μέσα από τα σπλάχνα της. «Στάσου, έρχομαι να σε βοηθήσω». Η μάνα της σκυμμένη έπλενε τα κιλίμια και τις πολύχρωμες φλοκάτες τους. Τα τράβηξαν μαζί απ’ το ποτάμι και τ’ άφησαν πάνω στις ολοστρόγγυλες πέτρες να στεγνώνουν.
«Χίλια φύλλα χαρτί, απούλητο στις αποθήκες, ποιος το περίμενε… μεγάλη καταστροφή», έλεγε ο πατέρας της.
«Το εγχείρημα αποδείχτηκε λάθος Νικήτα», άκουσε τον ψηλό άνδρα να ψελλίζει μέσα απ’ τα δόντια του».
«Δυστυχώς δεν έχω να διαθέσω άλλα χρήματα. Εκείνο που με στενοχωρεί ιδιαίτερα είναι η απαξίωση του Καποδίστρια. Ούτε καν μου απάντησε στο αίτημά μου για βοήθεια».
«Εσύ που τον πίστευες για φίλο σου και τον υποστήριζες», του απαντούσε ο Αρχιμανδρίτης «Ακολούθησες το ρωσικό κόμμα κι έκανες τόσους εχθρούς. Εγώ ήμουν απ’ την αρχή αντίθετός τους αλλά για να είμαι ειλικρινής μαζί σου, πόνταρα στη φιλία που είχατε».
Ο Νικηταράς χαμήλωσε το κεφάλι του, μετά από κάποιους μήνες μετέφερε τα μηχανήματα στο σπίτι στο Άργος και δεν ξαναμίλησε γι’ αυτό.
Η Σοφία μεγάλωσε ακούγοντας μονάχα λόγια θαυμασμού για τον πρώτο Κυβερνήτη της Ελλάδας, τον Ιωάννη Καποδίστρια. Ο πατέρας της μετά την απελευθέρωση τάχθηκε στο πλευρό του κι έγινε ένας από τους πιο στενούς συνεργάτες του και υπασπιστής του. Δεν έπαυε να εκθειάζει την ανιδιοτελή του δράση στα πολιτικά δρώμενα της Ελλάδας. Τον πίστευε και ποτέ δεν τον άκουσε ν’ αμφισβητεί καμία από τις αποφάσεις που έπαιρνε.
Η κοπέλα ανασηκώθηκε ελαφρά στο κρεβάτι της. Έστρεψε το βλέμμα στην αδερφή της τη Ρεγγίνα που κοιμόταν στο διπλανό κρεβάτι. Δεν θέλησε να σηκωθεί για να μην την ξυπνήσει. Έξω ο αέρας λυσσομανούσε. Ένιωσε ένα ρίγος να διαπερνάει την πλάτη της. Κουκουλώθηκε πάλι με τα σκεπάσματα. Σκέφτηκε τον πατέρα της που ζητιάνευε στα σκαλιά της εκκλησίας. «Φτωχέ μου πατέρα… πώς σε κατάντησαν», ψιθύρισε και δάκρυσε. « Η πατρίδα σου παραχώρησε μια πενιχρή σύνταξη και μια θέση για να επαιτείς… κάθε Παρασκευή η πατρίδα σου παραχωρεί το δικαίωμα να γίνεσαι επαίτης… αυτό μπορεί να κάνει η πατρίδα για σένα… πρέπει να είσαι χαρούμενος γι’ αυτό». Ποτέ δεν θα μπορούσε να μοιραστεί τις σκέψεις της μαζί του. Μια φορά που το προσπάθησε εκείνος θύμωσε πολύ κι έκανε μέρες να της μιλήσει. Όμως εκείνη πονούσε για το άδικο. Κι όταν έμενε μόνη της άφηνε τον εαυτό της να ξεσπάει.
Τώρα έκλαιγε με αναφιλητά, δυνατοί λυγμοί τράνταζαν το οστεωμένο της σώμα.
Θυμήθηκε την ημέρα που πήγε να τον επισκεφτεί στις φυλακές της Αίγινας. Τότε που τρελάθηκε μη μπορώντας να κάνει κάτι για να τον σώσει από το μένος των Βαυαρών που τον χτυπούσαν και τον γελοιοποιούσαν μπροστά στα μάτια δεκάδων συμπατριωτών τους. Άγνωστοι άνθρωποι, γνωρίζοντας με πόση αυταπάρνηση είχε προσφέρει την ψυχή του στον αγώνα, έρχονταν καθημερινά να τον δουν και να συμπαρασταθούν στο μαρτύριό του.
Ολονύχτιες μαστιγώσεις, χτυπήματα με το κοντάκι των όπλων στα πλευρά, χτυπήματα που τον έκαναν να παρακαλάει να έρθει ο θάνατος να τον λυτρώσει. Εκείνη την ημέρα, ο πατέρας της γεμάτος ουλές που ανάβλυζαν αίμα πηχτό, σύρθηκε στα πόδια της και σηκώνοντας το κεφάλι του την κοίταξε θλιμμένα. Κι εκείνη τόσο ανίσχυρη μόνο αυτό μπόρεσε να ψελλίσει: «πόσο σου πάει το κόκκινο πατέρα».
Ήταν το 1839 που συνελήφθη με την άδικη κατηγορία της συνομωσίας σαν μέλος της «Φιλορθόδοξης Εταιρείας» που στρεφόταν εναντίον του Όθωνα. Τον εμφάνισαν μάλιστα σαν στρατιωτικό αρχηγό της οργάνωσης αυτής, που είχε σαν στόχους την απελευθέρωση των υπόδουλων περιοχών και την στήριξη της ορθόδοξης πίστης. Τον φυλάκισαν στο Παλαμήδι, και στη συνέχεια τον δίκασαν, στις 11 Ιουλίου 1840, αλλά λόγω έλλειψης στοιχείων αθωώθηκε.
Η αθωωτική απόφαση, έκανε τον βασιλιά Όθωνα να μανιάσει. Χωρίς ίχνος ντροπή, υπέγραψε να φυλακιστεί ο Νικηταράς στις φυλακές της Αίγινας. Η υγεία του πλέον είχε κλονιστεί σοβαρά. Ο σακχαρώδης διαβήτης δυσκόλευε την επούλωση των πληγών που διέτρεχαν το ταλαιπωρημένο του σώμα, αλλά κι η όρασή του είχε υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη.
Αποφυλακίστηκε σχεδόν τυφλός στις 18 Σεπτεμβρίου του 1841, με την απειλητική επέμβαση του Μακρυγιάννη.
Τον θυμόταν όταν άνοιξε την πόρτα στο σπίτι τους στο Άργος. Ένας ερημωμένος άνθρωπος που με τη βία έσερνε τα πόδια του. Διέθετε όμως, τη στόφα του αγωνιστή, έτσι έκανε υπεράνθρωπες προσπάθειες να κρατήσει την περιουσία του προκειμένου να κατορθώσει να επιβιώσει η οικογένειά του.
Ο Νικηταράς δεν είχε πόρους δικούς του. Για να αποξηράνει, να εμπλουτίσει και να καλλιεργήσει την γη του χρειάστηκε να δανειστεί. Δανείστηκε για να φτιάξει το σπίτι του. Είχε δανειστεί όμως και για συντηρήσει τους στρατιώτες του τον καιρό του αγώνα. Οι τόκοι τον έπνιγαν. Εκλιπαρώντας χωρίς αποτέλεσμα για βοήθεια τους κατέχοντες αξιώματα που εκείνος τους εξασφάλισε, κατέληξε πάμφτωχος στον Πειραιά.
Η τρέλα έσωσε την ψυχή της. Την έκανε να ξεχνάει, μόνο πότε-πότε κάποιες στιγμές όπως αυτή σαν κάποιος ν’ άνοιγε μια κουρτίνα μπροστά της και να την άφηνε να κοιτάζει μικρά, θολά στιγμιότυπα απ’ τη ζωή της. Ήταν επώδυνες αυτές οι στιγμές, τις μισούσε. Κι ας την έκαναν να αισθάνεται πως ακόμα είναι ζωντανή.
Το παραθυρόφυλλο ακόμα μια φορά χτύπησε με δύναμη τις σκέψεις της. Έκλεισε με τα χέρια τ’ αυτιά της. Σηκώθηκε. Πάνω στο τραπέζι υπήρχαν δυο ξεροκόμματα και μια τσίγκινη λεκάνη με χόρτα που είχε μαζέψει την προηγούμενη μέρα απ’ το βουνό. Τα ζούληξε μες στην κατσαρόλα και τα σκέπασε με βρόχινο νερό. Έριξε μερικά ξύλα στη στόφα, τα άναψε και περίμενε. Το λάδι είχε από μέρες τελειώσει. Έφερε λίγες ελιές και μισό λεμόνι που είχε φυλάξει στο φανάρι. «Ρεγγίνα, σήκω… μεσημέριασε… σε λίγο θα έρθει ο πατέρας», είπε και τράβηξε τα σκεπάσματα. Κάθε μέρα η ίδια κίνηση, κάθε μέρα η ίδια απορία.
«Πως γίνεται» σκέφτηκε… «πώς γίνεται πάντα να λείπεις, Ρεγγίνα»…