Translate

Πέμπτη 1 Ιανουαρίου 2015

Μείνε

Αγάπησε τον ήσυχο λόγο του , ουσιαστικά παρατεταγμένα το ένα δίπλα στο άλλο με τη φλόγα ενός κεριού ανάμεσα, επικίνδυνα να βαθαίνει ελλείψει ρημάτων και να χάνεται πότε στο «εγώ» πότε στο «εσύ» .
Σύντομα τον μιμήθηκε μαθαίνοντας μαζί του να εμπιστεύεται την απουσία και τότε ήταν που ως εκ θαύματος σταμάτησαν εκείνοι οι μικροί θάνατοι που παραμόνευαν στη ρίζα του λαιμού της κάθε φορά που φοβόταν. Χαμογελούσε πια με στωϊκότητα στη θύμησή τους αποκαλώντας τους "πρόβες ζωής", βιώνοντας απ΄την αρχή μονάχα τη στιγμή της επιστροφής στο φως που έμπαινε απ΄τις γρίλιες του κλειστού παράθυρου. Ναι, το ήξερε πια, ήταν όλο για κείνη.
Άλλωστε ήταν η ίδια που από εφτά χρονών είχε επιβάλλει στον εαυτό της αυτό το περίεργο παιχνίδι της φυγής . Από τότε συνήθιζε να «βγαίνει για λίγο» όταν δε μπορούσε ν΄αντέξει την πραγματικότητα ν΄ασελγεί πάνω της. Κι ύστερα στεκόταν ψηλά κι έβγαζε περιπαιχτικά τη γλώσσα στο άδειο της σώμα, και μονάχα η μυρωδιά της νικοτίνης πρόδιδε την απόσταση μετρώντας δίχως μνήμη το χρόνο από ψηλά.
Εχθές ήταν η πρώτη φορά ύστερα από καιρό που χρειάστηκε ν΄ανατρέξει σ΄αυτή τη μακρινή συνήθεια όταν εκείνος χαϊδεύοντας τα μαλλιά της τόλμησε να βάλει το πρώτο Ρήμα ανάμεσά τους , τόσο παράταιρο στα χείλη του, τόσο ξένο στ΄αυτιά της. Μεμιάς τινάχτηκε ψηλά σκορπίζοντας την ψυχή της στο δωμάτιο μ΄ ένα ελαφρύ μειδίαμα στα χείλη…
Αυτή τη φορά χάθηκε σ΄ένα τοπίο χιονισμένο, γεμάτο δέντρα με πολύχρωμα λαμπιόνια που αναβόσβηναν μια χριστουγεννιάτικη μελωδία. Ένα μικρό ξύλινο σπιτάκι παραμόνευε ανάμεσα, με την πόρτα ανοιχτή.
Ένιωσε μια παγωμένη ριπή να διαπερνά τη ράχη της και τότε παρατήρησε πως βάδιζε ξυπόλυτη. Σφίγγοντας δυνατά την κόκκινη εσάρπα στους ώμους της μπήκε χωρίς να το σκεφτεί και στάθηκε μπροστά στο αναμμένο τζάκι. Οι ομιλίες απ΄ το διπλανό δωμάτιο ,λέξεις ασύνδετες χωρίς ειρμό δεν την τρόμαξαν .
Αντίθετα η οικειότητα της χροιάς την έκανε να νιώσει ασφαλής.
Ύστερα από λίγο εμφανίστηκε μπροστά της Εκείνος, χαμογελώντας πλατιά . Κρατούσε δυο βαλίτσες , τις δικές της βαλίτσες μισάνοιχτες ,με τα ρούχα , τα δικά της ρούχα να περισσεύουν στο πάτωμα. Τις ακούμπησε μπροστά στην πόρτα και την άνοιξε. Ύστερα άνοιξε όλα τα παράθυρα τρέχοντας με κεφάτη διάθεση απ΄το ένα δωμάτιο στο άλλο. Και μιλούσε ,μιλούσε … χειρονομώντας μιλούσε ...
« κύκλος, χέρια, αγάπη, λευκό, δρόμος, άνεμος, ταξίδι,ψυχή. »
Την έπιασε απ΄το χέρι και την τράβηξε μαλακά στο κατώφλι ,ακουμπώντας το μάγουλό του στο δικό της. Με αποχαιρετισμό έμοιαζε… Παγωμένη συγκατάβαση... Δική της, δική του…Στην επιείκεια αυτού του αγγίγματος απότομα ερήμωσε. Τον είδε σκυμμένο να προσπαθεί να κλείσει τις βαλίτσες της , τις δικές της βαλίτσες ...
Κι ύστερα άκουσε το σώμα της να διπλώνει στο παλιό του σαλεμένο σχήμα , μια ανάσα μετά … κι εκείνον να ψιθυρίζει ιδρωμένο τ΄ονομά της.
« Μείνε» απάντησε σιγανά κι όλα τα ρήματα λύθηκαν μέσα της μονομιάς …
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου