όταν βράδιαζε
οι δυο τους
χιλιόμετρα μακριά
άδειαζαν τις παλιές φωτογραφίες
εκείνη
έβγαζε το φόρεμά της το λευκό
το πετούσε πάνω απ' τη θάλασσα
το κοίταζε ως
τα κύματα να γίνουν κλωστές
να σβηστούν
εκείνος
έλυνε τη γραβάτα του την κρεμούσε
σ'ένα αδύναμο φεγγάρι
προσεκτικά
μαχαίρωνε τα χαμόγελα των νεκρών
οι επιζώντες σηκώνονταν
τρομαγμένοι απ' το τραπέζι
ο κήπος γέμιζε ψίχουλα
απ΄τον ουρανό
κατέβαιναν
χιλιάδες πουλιά
τα δόντια τους
σκυλιά ματωμένα
τσίριζαν και γελούσαν
κρύβονταν
μέσα στα τριαντάφυλλα τα λευκά
έκοβαν σάρκες τη νύχτα
εκείνοι συνέχιζαν...
στα χέρια τους φύτρωναν
ρίζες βαθιές
που διψούσαν
μετά χανόταν το κακό
έμενε μόνο του
ένα αγόρι μικρό
να ισορροπεί με τα χέρια ανοιχτά
σ'ένα ποδήλατο κόκκινο
ανθισμένο
οι δυο τους
χιλιόμετρα μακριά
άδειαζαν τις παλιές φωτογραφίες
εκείνη
έβγαζε το φόρεμά της το λευκό
το πετούσε πάνω απ' τη θάλασσα
το κοίταζε ως
τα κύματα να γίνουν κλωστές
να σβηστούν
εκείνος
έλυνε τη γραβάτα του την κρεμούσε
σ'ένα αδύναμο φεγγάρι
προσεκτικά
μαχαίρωνε τα χαμόγελα των νεκρών
οι επιζώντες σηκώνονταν
τρομαγμένοι απ' το τραπέζι
ο κήπος γέμιζε ψίχουλα
απ΄τον ουρανό
κατέβαιναν
χιλιάδες πουλιά
τα δόντια τους
σκυλιά ματωμένα
τσίριζαν και γελούσαν
κρύβονταν
μέσα στα τριαντάφυλλα τα λευκά
έκοβαν σάρκες τη νύχτα
εκείνοι συνέχιζαν...
στα χέρια τους φύτρωναν
ρίζες βαθιές
που διψούσαν
μετά χανόταν το κακό
έμενε μόνο του
ένα αγόρι μικρό
να ισορροπεί με τα χέρια ανοιχτά
σ'ένα ποδήλατο κόκκινο
ανθισμένο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου