Translate

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019


Όταν έφυγαν οι άντρες τους αποφάσισαν να ζήσουν μαζί μέχρι να πεθάνουν. Στα εβδομήντα τους χρόνια,η Αγγελική άνοιξε τη ντουλάπα της και η Αναστασία κρέμασε το μοναδικό της παλτό. Έσπρωξε τα υπόλοιπα ρούχα μακριά. Να μην την αγγίζουν.
Άλλα πράγματα δεν έφερε μαζί της. Η μάνα τους πριν πεθάνει, τους είχε αφήσει ευχή και κατάρα ν' αγαπιούνται."Να φτύνει η μία, να καταπίνει η άλλη", τους έλεγε. Κι η Αγγελική, που ήταν κατά δύο ώρες μεγαλύτερη, όλο κατάπινε.
Η Αναστασία φόρεσε το βαμβακερό νυχτικό της αδερφής της και κάθισε για πάντα στην λουλουδάτη πολυθρόνα. Η Αγγελική κάθισε στην ψάθινη καρέκλα απέναντί της, για πάντα.Το απόγευμα έπιναν το καφέ τους γλυκύ βραστό με φουσκάλες. Πω πω κάτι μάτια που μας φθονούν, έλεγε η Αναστασία και ρουφούσε τα μάτια με βουλιμία. Η μεγάλη,με μικρές κοφτές γουλιές άδειαζε το κουπάκι της,στριφογύριζε με τέχνη το κατακάθι και το έριχνε στη γλάστρα με την κίτρινη γαζία.
"Θα μας πεθάνει αυτό το λουλούδι … θα μας πεθάνει… πάρε το επιτέλους από δω μέσα… τη νύχτα κλέβει τις ανάσες μας… θα μας πεθάνει… κάποιες φορές ξυπνάω με την αίσθηση πως κάποιος με κρατάει απ’ το λαιμό και με πνίγει… Δε μπορώ ν’ ανασάνω"… επαναλάμβανε κάθε μέρα η άλλη. Η Αγγελική, έσκυβε και χάιδευε απαλά το κίτρινο λουλούδι σιγοψιθυρίζοντας χωρίς να το θέλει τα λόγια της αδερφής της.
Δυο δίδυμες φωνές στο δωμάτιο. Η μία απέναντι στην άλλη. Η μία όμοια με την άλλη. Ανάμεσά τους η γλάστρα με την κίτρινη γαζία, την πλαστική.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου