φεύγοντας
πέταξαν τα μολύβια μακριά
έμειναν οι γραμμές ανερμήνευτες
στην πρόσοψη ένα φως αναμμένο
πιο κάτω η μάνα τους
μαύρη πόρτα βαθύσκιωτη
τους κουνούσε το χέρι
όταν ξημέρωνε
ανέβλυζε απ' την ποδιά της το ποτάμι
περνούσε μέσα απ' τις ρίζες των μαλλιών τους
εκείνα γίνονταν μικρά ελάφια
χοροπηδούσαν στις όχθες
γελούσαν στον ύπνο τους
η μάνα τους τ' αγαπούσε πολύ σ' εκείνο το σπίτι
τραγουδώντας έραβε ένα ένα τα δωμάτια
χωρίς ίχνος πληγής
τη μέρα που σκόρπισαν τα παιχνίδια στο πάτωμα
το μαντίλι της φτερούγισε στον αέρα φλεγόμενο
το πήρε μακριά το νερό
το ξέβρασαν τα κύματα
έσβησε
δεν έφταναν τα χέρια τους
δεν έφτασαν τα χέρια τους
να το πιάσουν
πέταξαν τα μολύβια μακριά
έμειναν οι γραμμές ανερμήνευτες
στην πρόσοψη ένα φως αναμμένο
πιο κάτω η μάνα τους
μαύρη πόρτα βαθύσκιωτη
τους κουνούσε το χέρι
όταν ξημέρωνε
ανέβλυζε απ' την ποδιά της το ποτάμι
περνούσε μέσα απ' τις ρίζες των μαλλιών τους
εκείνα γίνονταν μικρά ελάφια
χοροπηδούσαν στις όχθες
γελούσαν στον ύπνο τους
η μάνα τους τ' αγαπούσε πολύ σ' εκείνο το σπίτι
τραγουδώντας έραβε ένα ένα τα δωμάτια
χωρίς ίχνος πληγής
τη μέρα που σκόρπισαν τα παιχνίδια στο πάτωμα
το μαντίλι της φτερούγισε στον αέρα φλεγόμενο
το πήρε μακριά το νερό
το ξέβρασαν τα κύματα
έσβησε
δεν έφταναν τα χέρια τους
δεν έφτασαν τα χέρια τους
να το πιάσουν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου