Η μητέρα όταν ήθελε να με τιμωρήσει ζωγράφιζε μια άδεια πλατεία και με τοποθετούσε στο κέντρο ξυπόλητη
μετά έσβηνε το ένα μου πόδι
έμενε το άλλο ασπρόμαυρο
να στηρίζει όλη τη γη
εγώ,αντιμιλούσα ανοίγοντας τα χέρια διάπλατα
δεκάδες γυάλινα περιστέρια πηδούσαν πάνω μου
και με ράγιζαν
το φόρεμά μου αιμορραγούσε
η μητέρα μου θύμωνε
άπλωνε μια εφημερίδα στο πάτωμα
ξέρεις πόσο μισώ το κόκκινο χρώμα
ούρλιαζε…
βουλιάζοντας με λύσσα το πινέλο της στην καρδιά μου
ζωγράφιζε κι άλλους ανθρώπους
άντρες με πρόσωπα ανεπαίσθητα
γυναίκες που τις φώναζε "Μαρία"
τώρα όλοι θα μάθουν για σένα μου έλεγε χαμογελώντας χαιρέκακα
εκτός αν κλάψεις εκτός αν κλάψεις
κάποιες φορές που ένιωθε να ντρέπεται
κι ήθελε να έχει σύμμαχο το θεό
έφτιαχνε μια μικρή εκκλησία
την άφηνε ν’ αχνοφαίνεται στο βάθος
μια μικρή εκκλησία… πέντε μαρμάρινα σκαλιά όλα κι όλα
το ξημέρωμα η πλατεία σιγά-σιγά ερήμωνε
τώρα μπορείς να πας στο κρεβάτι σου
μου έλεγε κουρασμένα
α… στάσου να σε βοηθήσω
και πάταγε δυο άνισες ευθείες στον καμβά… το πόδι που μου έλειπε
ασπρόμαυρο κι εκείνο
μετά έσβηνε το ένα μου πόδι
έμενε το άλλο ασπρόμαυρο
να στηρίζει όλη τη γη
εγώ,αντιμιλούσα ανοίγοντας τα χέρια διάπλατα
δεκάδες γυάλινα περιστέρια πηδούσαν πάνω μου
και με ράγιζαν
το φόρεμά μου αιμορραγούσε
η μητέρα μου θύμωνε
άπλωνε μια εφημερίδα στο πάτωμα
ξέρεις πόσο μισώ το κόκκινο χρώμα
ούρλιαζε…
βουλιάζοντας με λύσσα το πινέλο της στην καρδιά μου
ζωγράφιζε κι άλλους ανθρώπους
άντρες με πρόσωπα ανεπαίσθητα
γυναίκες που τις φώναζε "Μαρία"
τώρα όλοι θα μάθουν για σένα μου έλεγε χαμογελώντας χαιρέκακα
εκτός αν κλάψεις εκτός αν κλάψεις
κάποιες φορές που ένιωθε να ντρέπεται
κι ήθελε να έχει σύμμαχο το θεό
έφτιαχνε μια μικρή εκκλησία
την άφηνε ν’ αχνοφαίνεται στο βάθος
μια μικρή εκκλησία… πέντε μαρμάρινα σκαλιά όλα κι όλα
το ξημέρωμα η πλατεία σιγά-σιγά ερήμωνε
τώρα μπορείς να πας στο κρεβάτι σου
μου έλεγε κουρασμένα
α… στάσου να σε βοηθήσω
και πάταγε δυο άνισες ευθείες στον καμβά… το πόδι που μου έλειπε
ασπρόμαυρο κι εκείνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου