στις τσέπες του μαύρου παλτού
θαρρούσε πως ζέσταινε τα χέρια της
δεν άντεχε ο χειμώνας του ν΄απωλέσει
αυτή την ιερή συνήθεια
χιλιάδες χρόνια μακριά
πριν λιποτακτήσει απ΄την ψυχή του
ξερίζωσε όλες τις μικρές τους επαναλήψεις
κι αφού τις στόλισε ευλαβικά
στον καινούριο του θάνατο
απόμεινε να χαϊδεύει τη σκόνη
στο χάρτινο χαμόγελό της
ακαθόριστα ζωντανό
λιγότερο σε φοβάται το τέλος ...
θαρρούσε πως ζέσταινε τα χέρια της
δεν άντεχε ο χειμώνας του ν΄απωλέσει
αυτή την ιερή συνήθεια
χιλιάδες χρόνια μακριά
πριν λιποτακτήσει απ΄την ψυχή του
ξερίζωσε όλες τις μικρές τους επαναλήψεις
κι αφού τις στόλισε ευλαβικά
στον καινούριο του θάνατο
απόμεινε να χαϊδεύει τη σκόνη
στο χάρτινο χαμόγελό της
ακαθόριστα ζωντανό
λιγότερο σε φοβάται το τέλος ...
