σ΄εκείνο το παιδί που καιρό τώρα κοιμόταν στο δάσος
άρεσε να κουρνιάζει στις φλέβες των φύλλων
και να κρεμά την ψυχή τους
τετράστιχη σιωπή
στα εύφλεκτα καλέσματα των άστρων
το βλέμμα του ήταν ξένο
κάτι πολύτιμο έπρεπε να φυλάξει σε τόπο κενό
οι σκέψεις του βάδιζαν σε κύκλους ψάθινους
στο καπέλο που ποτέ δε φορούσε
έσταζαν κλωστές οι σάρκες ενός αμετάφραστου κόσμου
ψάχνοντας για συνήθειες έμαθε να ξεφυλλίζει το ποτάμι
κι όταν έγινε πλατανόφυλλο συνάντησε το Θεό
να προσεύχεται κόντρα στο ρεύμα
κι όταν έγινε ποτάμι άκουσε την καρδιά του
να χτυπά στις όχθες της αμεταχείριστης ζωής του ...
κι έμαθε πως στη μοναξιά των πραγμάτων που αγγίζουμε συχνότερα
κραυγάζει ανεπαλήθευτη η απάντηση στο αιώνιο αίνιγμα των Ανθρώπων ...
άρεσε να κουρνιάζει στις φλέβες των φύλλων
και να κρεμά την ψυχή τους
τετράστιχη σιωπή
στα εύφλεκτα καλέσματα των άστρων
το βλέμμα του ήταν ξένο
κάτι πολύτιμο έπρεπε να φυλάξει σε τόπο κενό
οι σκέψεις του βάδιζαν σε κύκλους ψάθινους
στο καπέλο που ποτέ δε φορούσε
έσταζαν κλωστές οι σάρκες ενός αμετάφραστου κόσμου
ψάχνοντας για συνήθειες έμαθε να ξεφυλλίζει το ποτάμι
κι όταν έγινε πλατανόφυλλο συνάντησε το Θεό
να προσεύχεται κόντρα στο ρεύμα
κι όταν έγινε ποτάμι άκουσε την καρδιά του
να χτυπά στις όχθες της αμεταχείριστης ζωής του ...
κι έμαθε πως στη μοναξιά των πραγμάτων που αγγίζουμε συχνότερα
κραυγάζει ανεπαλήθευτη η απάντηση στο αιώνιο αίνιγμα των Ανθρώπων ...
